- ωφέλεια
- η / ὠφέλεια, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὠφελία, και ιων. τ. ὠφελίη, Α [ὠφελώ]όφελος, κέρδος, απολαβή, χρησιμότητα, συμφέρον (α. «δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», Θουκ.)αρχ.1. (ιδίως σχετικά με πόλεμο) α) βοήθεια, προστασία, υποστήριξη («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», Ευρ.)β) λάφυρο, λεία («ταῑς ἐξ αὐτοῡ τοῡ πολέμου... ὠφελείαις», Πολ.)2. θήραμα, κυνήγι3. (σχετικά με ληστή) προϊόν διαρπαγής4. στον πληθ. αἱ ὠφέλειαιπηγή κέρδους5. φρ. α) «ἐν ὠφελείᾳ ἐστί» — είναι ωφέλιμο (Ισοκρ.)β) «ὠφέλεια περὶ τὸ πρᾱγμα»(δικαν. όρος) η άμεση ωφέλεια που προέρχεται από ένα πράγμαγ) «ὠφέλεια έξω τοῡ πράγματος»(δικαν. όρος) η έμμεση ωφέλεια που προέρχεται από ένα πράγμα με τη συνδρομή διαφόρων εξωτερικών παραγόντων.
Dictionary of Greek. 2013.